μυθοῦμαι — μῡθοῦμαι , μυθέομαι speak pres ind mp 1st sg (attic epic doric) μυθέω speak pres ind mp 1st sg (attic epic doric) μῡθοῦμαι , μυθόομαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθώ — (I) μυθῶ, έω (Α) βλ. μυθούμαι (Ι). (II) μυθῶ, όω (Α) βλ. μυθούμαι (II) … Dictionary of Greek
αμύθητος — η, ο (Α ἀμύθητος, ον) [μυθοῡμαι] άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος … Dictionary of Greek
επιμυθούμαι — ἐπιμυθοῡμαι, έομαι (Α) λέω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυθούμαι «διηγούμαι» (< μύθος)] … Dictionary of Greek
ευπαραμύθητος — εὐπαραμύθητος, ον (Α) 1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.) 2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα 3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα μυθητός (< παρα μυθούμαι «προτρέπω,… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
παραμυθούμαι — έομαι και παραμυθώ, έω / παραμυθοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ μσν. αρχ. ελαττώνω, μειώνω αρχ. 1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου … Dictionary of Greek
ποτιμυθούμαι — έομαι, Α (δωρ. τ.) προσμυθοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μυθοῡμαι] … Dictionary of Greek
προσμυθούμαι — και επικ. τ. προτιμυθοῡμαι, έομαι, Α (αποθ.) προσφωνώ κάποιον, προσαγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μυθοῦμαι «λέγω, ομιλώ, καλώ κάποιον με το όνομά του»] … Dictionary of Greek
υπομυθούμαι — έομαι, Α (αποθ.) λέω εκ τών προτέρων, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυθοῦμαι (Ι) «λέγω, ομιλώ, διηγούμαι»] … Dictionary of Greek